- πλάθομαι
- πλάθομαι, πλάστηκα, πλασμένος βλ. πίν. 38
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξαναμαλάσσομαι — [μαλάσσω] 1. πλάθομαι εκ νέου, ξαναγίνομαι 2. μεταβάλλομαι ριζικά («κι όλη ξαναμαλάσσετο κι όλη ξαναγεννάτο», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
ξαναπλάθω — και ξαναπλάσσω (Μ ξαναπλάσσω) 1. φτειάχνω κάτι από την αρχή, ξανακάνω 2. δημιουργώ ξανά, αναπλάθω νεοελλ. μέσ. ξαναπλάθομαι και ξαναπλάσσομαι α) πλάθομαι εκ νέου β) μεταβάλλομαι ριζικά («ήλλαξες απ ό,τι ήσουνε κι όλος εξαναπλάστης», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
φαντάζω — ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν 1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ. β. «φαντάζειν… … Dictionary of Greek